ἀναρα͜ιοδόντης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναρα͜ιοδόντης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀναρα͜ιοδόντης ὁ, ἀναρκοδόντης Κύπρ. ἀναρκοδόντας Κύπρ. ᾽ναρκοδόντας Κύπρ. Θηλ ἀναρκοδοντοῦ Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάρα͜ιος καὶ τοῦ οὐσ. δόντι.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων ἀραιοὺς ὀδόντας, ἰδίᾳ τοὺς κοπτῆρας τῆς ἄνω σιαγόνος : ’Επέρασεν ἡ ἀναρκοδοντοῦ, ἥ μαλλουροποδκιˬὰ (ἐξ ἐπῳδ.)ǁ ᾊσμ. Ἔνι ταί μακροδάχτυλος, ἔνι τιˬ ἀναρκοδόντας. Ἕναν κοντὸν κοντούτικον ταί μακρυδαχτυλᾶτον ἕναν ἀναρκοδόντικον τ’ ἕναν κοντογεμᾶτον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA