ἀχεροκάμωτος (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχεροκάμωτος (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχεροκάμωτος ἐπίθ. (Ι) ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 75.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χεροκάμωτος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ποιηθεὶς ὑπὸ ἀνθρωπίνης χειρός: Ποίημ. Ἅγιˬα κιˬ ἀχεροκάμωτα ’κονίσματα πανώρα͜ια, ποῦ φέγγει τους ἡ ἀκοίμιστη χρυσοκαντήλα τοῦ ἥλιˬου. Συνών. ἀχεροποίητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/