ἀναρα͜ιώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναρα͜ιώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναρα͜ιώνω Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.)-Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀναρα͜ιώνου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀναρκών-νω Κύπρ. ἀνερα͜ιών-νω Χίος (Πυργ.) ἀνιρα͜ιώνου Λέσβ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάρα͜ιος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Μετβ. κάμνω τι ἀραιὸν ἀφίνων διαστήματα, ἀραιώνω ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ανάρκων-νε κομ-μάτιν τὸ γράψιμον, γιατὶ ᾿ποὺ τὴν πυκνάδα ᾿ὲν δκιαβάζεται Κύπρ. ᾿Αναρκωθῆτε κομ-μάτιν αὐτόθ. Καὶ ἀμτβ. διατίθεμαι κατ᾿ ἀραιὰ διαστήματα, ἀραιώνομαι Ἤπ. (Χουλιαρ.) Κύπρ. Λεσβ κ. ἀ.: Γνωμ. Ὅσου ἀνιρα͜ιών’ν τὰ σκόρδα τόσου χουdρι’ν’ν (μεταφ. καὶ ἐπὶ τῶν μελῶν κοινότητος ἢ συντεχνίας, τὰ ὁποῖα εὐδοκιμοῦν οὐχὶ ἐπὶ τὸ αὐτὸ μένοντα, ἀλλὰ σκορπιζόμενα πρὸς εὕρεσιν ἐργασίας) Λεσβ. ǁ ᾎσμ. Ἡ νύχτα πκεˬόν ἀρκίνησεν περίτου ν᾽ ἀναρκών-νῃ (ἡ νύχτα ἤρχισε πλέον περισσότερον νὰ ὑποχωρῇ εἰς τὴν ἡμέραν ἀραιουμένου τοῦ πυκνοῦ σκότους) Κύπρ. Πβ. ἀναρα͜ιάζω, ἀναρα͜ιεύω, ἀναρύνω, ἀρα͜ιεύω, ἀραιώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/