ἀνάργυρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάργυρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάργυρος ἐπίθ. (ΙΙ) ἀμάρτ. ἀνάργυρους Μακεδ. (Ρουμλ)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρός.
Σημασιολογία
Ἀργυροῦς :ᾎσμ. Χρυσᾶ ’ταν τὰ κλουνάριˬα του κι ἀνάργυρα τὰ φύλλα Συνών. ἀργυρός, ἀσημένιˬος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA