ἀνάρεστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάρεστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάρεστος ἐπίθ. Ἤπ. ἀνάρεγος Ἀδὰμ Ἀπὸ τὸ χωρ. 26-Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. ἐπιθ. ἀρεστὸς.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἀρεσκόμενος, ὁ εἰς πάντα εὑρίσκων ἐλλείψεις ἔνθ’ ἀν.: Βαρὺς κιˬ ἀνάρεστος ἄνθρωπος Λεξ. Δημητρ.: Ἡ Ρήνα ἔβαλε ν᾽ ἀνάψῃ τὴ φωτιˬά, μὰ ἡ κυραμάννα μου ἦταν ἀνάρεγη καὶ ἦρθε μοναχή της νὰ στρώσῃ κάτω ’ς τὴ γωνιˬὰ τὰ προσανάμματα (ἐκ διηγ.) ᾿Αδὰμ ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/