ἀνάριν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάριν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάριν ἐπίθ. οὐδ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ρ. ἀρύνω. Πβ. Ἄνθ.Παπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 176 κἑξ.
Σημασιολογία
Τὸ μὴ ἠραιωμένον, τὸ πυκνόν, τὸ περιπεπλεγμένον καὶ δυσδιάλυτον, ἐπὶ νήματος : ᾿Ανάριν καὶ κατσάριν ράμμαν. ǁ Φρ. ᾿Ανάριν καὶ κατσάριν (ἐπὶ δρόμου ἀνωμάλου καὶ δυσβάτου ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ ἐπίρρ. ἄνω καὶ διὰ τὸ συνεκφερόμενον κατσάριν) Κερασ. ᾿Ανάρ καὶ κατσάρ (συνών.τῇ προηγουμένῃ) Οιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA