ἀνάρπαχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάρπαχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάρπαχτος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. α καὶ τοῦ ἐπιθ. ἁρπαχτός<ἁρπάζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἁρπαγείς, ὁ μὴ συλληφθείς, λ. εὔχρηστος ἐν τῇ παιδιᾷ τῆς σφαίρας: Τόπιν ἀνάρπαχτον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA