ἀναρραγώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναρραγώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναρραγώνω ἀμάρτ. ἀνερραγώνω (Νουμᾶς ἀριθμ. 736,308) ἀνιρραγώνου Κυδων. Λέσβ. ᾿νιρραγώνου Λέσβ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ ἀγνώστου β’ συνδετικοῦ.
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) ᾿Επαναφέρω τινὰ εἰς τὰς αἰσθήσεις του Κυδων. Λεσβ Πουλιμοῦσαν δυˬὸ ὦρις νὰ τ᾿ν ἀνιρραγώσιν Λέσβ. Καὶ ἀμτβ. ἔρχομαι εἰς τὸν ἑαυτόν μου, συνέρχομαι, ἀναλαμβάνω Κυδων. Λεσβ Ἀνιρράγουσ’ ἡ κουπέλλα Λεσβ. Ἀνιρράγουσι τὠρᾳ αὐτὸς ἢ ἄθρουπους αὐτόθ. Συνών. ἀναλογίζομαι 2, ἀνανοῶ 4, ἀναπαίρνω 3, συνεφέρνω. 2) κάμνω τινὰ νὰ ἀναστῇ ἐκ νεκρῶν Λεσβ : Σὰ θέλου, ἀνιρραγώνου τὴ ᾿ναῖκα μ᾿ (ἐκ παραμυθ., ἐν ᾧ ὁ ὁμιλῶν ἔχει φονεύσει τὴν γυναῖκα του). Β) Ἀμτβ 1) ᾿Αναζωογονοῦμαι (Νουμᾶς ἔνθ’ ἀν.): Ποίημ. Χλωρὸ ’ς τὴ γῆ ἁπλώνεται τὴ σταχτερὴ χορτάρι, τὰ δέντρα ξανανθίζουνε κ᾿ ἡ φύσι ἀνερραγώνει. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναπαίρνω 2. 2) Ἀναλαμβάνω οἰκονομικῶς Λέσβ.:Αὐτός τώρᾳ π’ bῆκι’ς τ’θές’ἀνιρράγουσι. Συνών. ἀναλαβαίνω 3, ἀναπιˬάνω, ἀναπλῳρίζω Β1, *ἀναπουπουλίζω 3, πιˬάνομαι (ἰδ. πιˬάνω), προσκάνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA