ἀνάρρηχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάρρηχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάρρηχος ἐπίθ. Κύθηρ. Πελοπν. (Αἴγ.)-Λεξ. Πρω.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνά καὶ τοῦ ἐπιθ. ρηχός.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων βάθος, ἀβαθὴς ἔνθ’ ἀν.: Πιˬάττο ἀνάρρηχο Αἴγ. Νερά ἀνάρρηχα Κύθηρ.-Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἄβαθος Ι, ἀνάπλαγος 1, ρηχός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/