ἀνάρριμμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάρριμμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάρριμμα τό, Δ.Κρήτ.-Λεξ. Πρω Δημητρ. Βλαστ (λ. ἀνάριμα) ἀνέρριμμα Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναρρίχνω Ἡ λ. καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. Β 1322 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «’ς τ’ ἀρχοντικὸ. ἀναρρίμματα κ’ εἰς τῆς ἀντρειᾶς τὸ νᾶττο».
Σημασιολογία
1) Χώματα ἢ λιθάρια ριπτόμενα εἴς τι μέρος καὶ σχηματίζοντα ἐπίχωσιν Κρήτ.-Λεξ. Δημητρ.: Αὐτὸ τὸ χωράφι εἷναι ὅλο ἀναρρίμματα Κρήτ. 2) Αἱ κινήσεις καὶ αἱ γραμμαὶ τοῦ σώματος, τὸ παράστημα ἔνθ’ ἀν. : Τὸ παιδὶ αὐτὸ μο͜ιάζει τοῦ κυροῦ του ᾿ς τ᾿ ἀναρρίμματα Κρήτ. Αὐτὴ ἡ κωπελλιˬὰ ἔχει καλὰ ἀναρρίμματα αὐτόθ. Ἀρχόντισσας ἀνάρριμμα, περπατησιˬά νεράιδας Λεξ. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA