ἀναρριτσιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναρριτσιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναρριτσιˬάζω Κέρκ. Κρήτ.-ΚΘεοτόκ. ἐν Νουμᾷ 390,6 ἀνατσιρριˬάζω ΙΒηλαρ Ποιήμ. 7 ἀνατσιρριˬάζου Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ ριτσιˬάζω ἢ ἐκ τοῦ οὐσ. ἀναρρίτσιˬα.
Σημασιολογία
1) Αἰσθάνομαι φρίκην, φρίττω Κερκ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) -ΙΒηλαρ. ἔνθ᾽ ἀν. ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν.: Τὸν εἴδα κιˬ ἀναρρίτσιˬασ’ ἀπὸ τὸ φόβο μου Κερκ. Μιˬὰ στιγμὴ ὁ κόσμος ἐσώπασε κιˬ ἀναρρίτσιˬασαν ὅλοι ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. ᾿Ανατσιρριˬάζου ὅταν τοὺν ἀκούω νὰ μ’ λέῃ τί ἔπαθι Ζαγόρ Ἀνατσίρριˬασι τοὺ κουρμί μ’ αὐτόθ. ‖ Ποίημ. Ὁ κρύος φόβος παρευτὺς τὰ σωθικά του τρέχει, ἀνατσιρριˬάζει ὁλόβολος, τὸ αἶμα του παγώνει ΙΒηλαρ. ἔνθ’ ἀν. Συνων. ἀναγριτσιˬάζω 2, ἀναρριτσιˬαίνω, ἀνατριχιˬάζω. 2) Ρικνοῦμαι Κρήτ Ἀρρώστησε μου τὸ μουλάρι, γιˬατὶ θωρῶ κιˬ ἀναρριτσιˬάζει (ρικνοῦται τὸ δέρμα του).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA