ἀναρριτσιˬώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναρριτσιˬώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναρριτσιˬώνω ἀμαρτ ἀναρριτσώνω Ζάκ.

Ετυμολογία

Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ριτσιˬώνω.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανορθοῦνται αἱ τρίχες μου ὡς αἱ τοῦ ἀκανθοχοίρου, φρίσσω: Χριστὸς… οὕλα τἀ ἔχνη ἐκάλεσε καὶ τὸ σφαλάγγι δὲν καλεῖ, γιˬατὶ βρομεῖ, γιˬατὶ… ἀναρριτσώνει, γιˬατὶ τὸν ἂνθρωπο ᾿ς τὸ ποῖμα τοῦ θανάτου φέρνει (ἐξ ἐπῳδ.) 2) Μετβ κάμνω τι οὖλον, ἐπὶ τριχῶν τῆς κεφαλῆς: ᾿Αναρριτσώνω τὰ μαλλιˬὰ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/