ἀναρρίχτρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναρρίχτρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναρρίχτρα ἡ, ἀμάρτ. ἀνερρίχτρα Ἄνδρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀναρρίχνω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -τρα, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. Γλωσσολ. Μελετ 1,184.

Σημασιολογία

Ὁ περὶ τὰς ἀγροτικὰς οἰκίας εὐρὺς χῶρος, εἰς ὃν ἄπορρίπτονται τὰ ἄχρηστα ἀντικείμενα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/