ἀχεροταΐζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχεροταΐζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀχεροταΐζω, ἀχιˬουροταΐζω Πελοπν. (Μάν.) ἀχεροταΐζω Κάρπ. Κρήτ. (Κατσιδ. Μύρθ. Χαν. κ.ἀ.) ’χεροταΐζω Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄχερο καὶ τοῦ ρ. ταΐζω.

Σημασιολογία

Δίδω εἰς τὰ ζῷα ἄχυρα νὰ φάγουν ἔνθ’ ἀν.: Βαθέαν αὐγὴν ἠγέρτην κ᾽ ἐχεροτάιζα τὰ ᾿ούια (βόδια) Κάρπ. || ᾎσμ. Χίλιˬοι διˬαόλοι δώκανε τσῆ γρᾶς καὶ μουρμουρίζει σὰν νά ᾿μουνε bεγίρι τζη νὰ μ᾿ ἀχεροταΐζῃ (bεγίρι=ἄλογο) Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/