ἀναρρόδιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναρρόδιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναρρόδιˬαστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀνερρόδιˬαστος Πάρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ α καὶ τοῦ ἐπιθ. *ροδιˬαστὸς < ροδιάζω ἀμαρτ.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ρόδινος τὸ χρῶμα, ὠχρός. Συνών. χλομός, ἀρρόδιστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/