ἀνάρροδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάρροδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάρροδο τό, πληθ. ἀνάρρουα Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναρροδίζω.
Σημασιολογία
1) Οἰ ἄνθρακες τοῦ φούρνου καὶ ἡ θερμὴ τέφρα, τὰ ὁποῖα μετὰ τὴν πύρωσίν του περισυλλέγονται εἰς ἓν μέρος αὐτοῦ διὰ νὰ εἰσαχθοῦν οἱ ἄρτοι (ὡνομάσθησαν οὕτω διότι συντελοῦν διὰ τῆς θερμότητος νὰ ἀποκτήσουν οἱ ἄρτοι ροδίνην ὄψιν): Κακόμοιρε, θὰ σὲ ᾽άλω νὰ καῇς ᾿ς τ᾽ ἀνάρρουα τοῦ φούρνου! Πβ. ἀναρρόδι. 2)Ὁ τόπος ἔνθα περισυλλέγονται οἰ ἄνθρακες καὶ ἡ τέφρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA