ἀναρροῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναρροῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναρροῦσα ἡ, ᾿Αστυπ Θεσσ. (Ζαγορ.) Κύθηρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Πελοπν (Λακων.) Προπ. (Κύζ) Σαμ. Σκόπ. Σύμ Χίος -ΠΒλαστοῦ Ἀργὼ 208-Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀναρρούχιˬα Πελοπν. (Λακων.) ἀνερροῦσα Ἄνδρ. Θήρ. Θρᾴκ. Ἴων. (Κρήν.) Κάλυμν. Κύθν. Κύπρ. Μύκ Νάξ. Προπ.(Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Ροδ. Τῆλ. Χίος-ΚΠαλαμ. Δεκατετράστ 100-Λεξ. Βλαστ. 312 ἀνιρροῦσα Ἴμβρ. Λέσβ Σάμ. ἀναρρέσα ΑΜαμμέλ. Θαλασσιν. 34-Λεξ. Βλαστ. ἀνερρέσα Κρήτ.(Σητ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀναρρέουσα μετοχ. τοῦ ρ. ἀναρρέω. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,243 καὶ Ἀνθπαπαδόπ. ἐν ’Αθηνᾷ 37 (1925) 184. Τὸ ἀνερροῦσα καὶ παρὰ Σομ. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ σ εἰς χ ἐν τῷ τύπῳ ἀναρρούχιˬα τῆς Λακων. πβ. τοὺς ὁμοίους αὐτόθ. Τύπ. ἀνακατωσίˬα-ἀνακατωχίˬα ρασιˬὰ-ραχιˬά, ἴσιˬα-ἴχιˬα κτὅ.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀναρροὴ τῆς θαλάσσης, ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω ἀναδρομὴ τοῦ κύματος, εἰς μέρη δὲ βραχώδη ἡ μετὰ ρόχθου κάθοδος τοῦ ἐπὶ τῶν πλευρῶν τῶν βράχων ἀνυψουμένου κύματος καὶ ἡ δίνη ἡ παραγομένη ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν κυμάτων πρὸς ἄλληλα ἢ πρὸς βράχους ἔνθ’ ἀν.: Ἔχει-κάμνει ἀναρροῦσαν Σύμ. ᾿Αναρροῦσα τοῦ κυμάτου Λεξ. Δημητρ. Τώρᾳ μὶ τ᾿ φουρτούνα ἔ᾽ ἀναρροῦσα Σκόπ. Ἡ θάλασσα ἔει ἀναρροῦσες Μεγίστ. Ἔπεσ᾿ ἡ βάρκα μέσ᾽ ’ς την ἀνερροῦσα ᾿Αρτάκ. Πανορμ Τόνε τραύιξενε ἡ --ἀνερροῦσα τσαὶ μήτε φάνηνε Ἄνδρ. Τόνε πῆρε ἠ ἀνερροῦσα αὐτόθ. Τὰ κύματα σκάζουσι ᾽ς τὸ γιˬαλό, δὲ λέπεις τὶ ἀναρροῦσα ποῦ ᾽ναι! Λακων. Συνών. ἀναρρούφα 1. ‖ Ποιημ Καὶ καρφωμένος ξαγρυπνᾷ ᾿ς τὴν ἔρημη ἀμμουδιˬὰ ὥς νὰ τοῦ γίνῃ ό ἀφροσυρμὀς τῆς ἀναρρέσας μνῆμα ΙΜαμμέλ. ἔνθ’ ἀν. β) Μετων ὁ ἐξαφανιζόμενος ἐν τῇ δίνῃ τῶν κυμάτων (ὡς δηλ παρὰ βραχώδη ἀκτὴν καταπίνεται οἱονεὶ καὶ ἐξαφανίζεται πρὸς τὸν πυθμένα τὸ θαλάσσιον ὕδωρ ἐν δίνῃ) Θήρ.: Φρ. Ἀνερροῦσα ἠγίνηκε (ἐξηφανίσθη). ᾿Ανερροῦσα νὰ γενῇς! (ἀρά). 2) Νεράιδα τῆς θαλάσσης, γοργὼν Προπ.(Πάνορμ.) Ροδ. κ.ἀ. ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. ΠΒλαστὸς ἔνθ’ ἀν.: Στηθᾶτες ἀναρροῦσες ΠΒλαστὸς ἔνθ᾿ ἀν. ‖ Ποίημ. Καλῶς ἦρθες, ἀνάερη ἀνερροῦσα! ΚΠαλαμ ἔνθ’ἀν. Συνών. γοργόνα 3) Φάντασμα, ἐξωτικὸ ΑΠαπαδιαμ. Τὰ μετὰ θάνατ. 27: «Κ᾽ ἔβγαζαν τῆς καθεμιᾶς καὶτὸ παραγκώμι της, τὴν μίαν τὴν ὠνόμαζον ποδαροῦσαν, τὴν ἄλλην γυφτοκόνισμα, τὴν ἄλλην ἀναρροῦσα, τὴν ἄλλην μαυροτσούκαλο».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA