ἀναρρούφα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναρρούφα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναρρούφα ἡ Κρήτ. Πελοπν. (Μαν) Σῦρ. ἀνερρούφα Κρήτ. Νάξ. Νίσυρ. Σῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναρρουφῶ.
Σημασιολογία
1) Ἀναρροῦσα 1, ὃ ἰδ., Κρήτ. Νάξ. Νίσυρ. 2) Παράλιον χάσμα, εἰς τὸ ὁποῖον εἰσέρχεται θαλάσσιον ὕδωρ Πελοπν. (Μαν) Πβ. ἀναρρούφι 2. 3) Σωλὴν ἀναρροφῶν ὕδωρ ἀπὸ τῆς θαλάσσης Σῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA