ἀναρροχάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναρροχάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναρροχάζω Λεξ. Βλαστ. (λ. ἀναροχάζω) ἀναρρουχάζου Στερελλ. (Καλοσκοπ.) ἀναρρ’χάζου Στερελλ. (Αἰτωλ) ἀναρρουχιˬάζω Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ροχάζω.

Σημασιολογία

1) Ρέγχω, ἐπὶ ψυχορραγοῦντος Πελοπν. (Λακων.) 2) Στενάζω Πελοπν. (Λακων.): Γιˬὰ δὲς πῶς ἀναρρουχιˬάζει! Συνών. ἀναστενάζω. 3) Παράγω ἰσχυρὰν βοήν, ἡχῶ, ἀντηχῶ Πελοπν. (Λακων.) Στερελλ. (Αἶτωλ)-Λεξ. Βλαστ.: Ἔρρ’ξαν ἕνα τ’φέ’ κιˬ ἀναρρο’χαξαν οὕλα τὰ β’νὰ Αἰτωλ. ‖ Φρ. Ἀναρρόχαξ’ οὑ κόσμους (ἐπὶ πράξεως γενομένης διαβοήτου) αὐτόθ. Συνών. βουΐζω. 4) Ἐκβὰλλω διατόρους κραυγὰς Στερελλ. (Καλοσκοπ.): Τί ἔπαθις κιˬ ἀναρρόχαξις;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/