ἀνάσασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάσασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάσασμα τό, πολλαχ. ἀνάσασμαν Λυκ.(Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀνασαίνω.

Σημασιολογία

1) Ἀνακούφισις ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνάσα 1. 2) Ἀναπνοὴ ΔΒουτυρ Διωγμεν. ἀγάπ. 76: Ἕνας θόρυβος χτύπησε ᾿ς τ’ ἀφτιˬά του… σὰν ἀνάσασμα βαθύ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνάσα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/