ἀνάσεισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάσεισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσαιστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάσεισμα τό, Πόντ. ('Οφ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀνάσεισμα.
Σημασιολογία
Σεισμικὴ δόνησις τοῦ ἐδάφους: Ἐγροίτεσα ἐχτὲς τ' ἀνάσεισμα. Συνών. σεισμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA