ἀνάσερμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάσερμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάσερμα τό, ἀνάσυρμα Ἀμοργ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Σύμ. Σῦρ. ἀνάσυρμαν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Σάντ.) ἀνάσερμα Κρήτ. Σκῦρ. κ. ἀ. ἀνάσερμαν Κύπρ. ἀνέσυρμα Μύκ. Πάρ. ἀνέσερμα Πάρ. ’νάσυρμα Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἄρχ. οὐσ. ἀνάσυρμα.

Σημασιολογία

1) Ἄντλησις ὕδατος ἐκ φρέατος Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Συνών. ἀνασερμός β) Τὸ ὄργανον, διὰ τοῦ ὁποίου γίνεται ἡ ἄντλησις τοῦ ὕδατος ἐκ τοῦ φρέατος, ἄντλημα ᾿Αμοργ. Θράκ. (Αἶν.) Μυκ. Πάρ. Σῦρ. Συνών. ἀγκλιˬά 1, ἀνασυρτήρι, ἀνασυρτός, κάδος, κουβᾶς, σίκλα, σικλί. γ) Κοντὸς φέρων εἰς τὸ ἄκρον προσδεδεμένον παννίον ἢ λεπτοὺς κλάδους θάμνων, διὰ τοῦ ὁποίου ἀποσύρουν ἀπὸ τὸν θερμανθέντα φοῦρνον τοὺς ἄνθρακας καὶ τὴν τέφραν διὰ νὰ εἰσαγάγουν ἔπειτα τοὺς ἄρτους Συμ. Συνών. ἀνασυρτήρι. 2) Ἀναπνοὴ Σύμ. β) Ἡ δυσκολία περὶ τὴν ἀναπνοήν, δύσπνοια Κύπρ.: Ἔχω ἀνάσυρμαν. γ) Ὁ ἐπιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγη μα κάτω.: Τι' ἄ-ημον ἀνάσυρμαν ποῦ κάμνει ὁ κακορρίζικος! Συνών. ἀγκομάχημα 3, ἀνασερμός 2, ψυχομάχημα. 3) Λυγμὸς Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Σάντ.) Σκῦρ.: Δὲν ἀκούς τὸ παλα͜ιόπαιδο ἀνάσερμα; σὰν νά βάλανε τὸ μαχαίρι ᾿ς τὸ λαιμό του! Σκῦρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/