ἀνασκαλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασκαλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνασκαλεύω ᾿Αθῆν. Ἄνδρ Πελοπν.(Κορινθ.Λακων.Τριφυλ.)-Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀνασκαλεύου Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. ἀνασκουλεύω Μῆλ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀνασκαλεύω.
Σημασιολογία
1) Ἀνακινῶ, ἀναφύρω ἔνθ’ ἀν. : Ἡ κόττα ἀνασκαλεύει τὴ gοπριˬὰ Ανδρ Λακων. ᾿Ανασκαλεύω τὴ φωτιˬὰ Ἀθῆν. Τριφυλ. ‖ Φρ. Ἀνασκαλεύει τὰ πράματα (ἐπὶ τοῦ προκαλοῦντος ἔριδας) Λακων. Ἀνασκαλεὑει δουλε͜ιὲς (ὑποκινεῖ ὑποθέσεις ἐπιβλαβεῖς) Κορινθ. Συνών. ἀναδεύω 1 Α, ἀνακατεύω Α 1, ἀνακατώνω Α 1, ἀναμίγω 1. 2) ᾿Ανακινῶν ἐρευνῶ, ἀναζητῶ Ἄνδρ. Μῆλ. Πελοπν. (Κορινθ) Στερελλ. : Τί ἀνασκαλεύεις αὐτοῦ; Ἄνδρ Κορινθ. Τί ἀνασκουλεύεις νά βρῃς καὶ κάνεις τὰ ροῦχα ἄνω κάτω; Μῆλ. Συνών. ἀνασκυβαλίζω 2, ζητῶ, ψάχνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA