ἀνασκελίζω (ΙΙ)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασκελίζω (ΙΙ)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνασκελίζω (ΙΙ)Λεξ. Δημητρ. ἀνασκελ-λίζω Μεγίστ. ἀνασκιλίζου Μακεδ. (Καταφύγ) ἀνεσκελίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀνισκιλνῶ Ἴμβρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνά καὶ τοῦ ρ. σκελίζω.

Σημασιολογία

Δι’ ἐκτάσεως τῶν σκελῶν διέρχομαι ἄνωθέν τινος, διασκελίζω Ἴμβρ. Μακεδ. (Καταφύγ. Μεγίστ.)-Λεξ. Δημητρ. : Εἶνι ἀψ’λός ἠ φράχτ’ς κὶˬ δὲ bουρῶ νὰ dούν ἀνισκιλίξου Ἴμβρ. Ἀνισκέ’ξα τοὺ χαdά’ αὐτόθ. ᾿Ανασκελισμένον εἶναι τὸ μωρὸ τσ᾿ ᾽ὲν παίρνει ταπάνω του (πρόληψις ὅτι κακόν τὸ νὰ ἀνασκελίζῃ τις βρέφος ἠ τὰ ἐνδύματά του) Μεγίστ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/