ἀνασκελωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασκελωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνασκελωτὸς ἐπίθ.Λεξ.Δημητρ.ἀνακελωτός Πόντ.(Κερασ. Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνασκελώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐπὶ τὴν ράχιν κείμενος, ὕπτιος ἔνθ᾽ ἀν. : Κοιμᾶται ἀνακελωτός Κερασ. Συνων. ἀνασκελᾶτος. 2) Ἀντεστραμμένος, Ἀνεστραμμένος Λεξ.Δημητρ.: ᾿Ανασκελωτὴ καρέκλα. Ἀνασκελωτό τραπέζι. Συνών. ἀνάδιπλος 1, ἀνάποδος Α1, ἀνάστροφος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA