ἀνασκούμπωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασκούμπωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνασκούμπωμα τό, ἀνακούμπωμαν Κύπρ. ἀνακούμπωμαν Λυκ.(Λιβύσσ.) ἀναbούκωμα Κρήτ. ἀναπούγκωμα Ροδ. ἀνασκούμπωμα σύνηθ. ἀνασκούμπωμαν Πόντ. (Κερασ.) ἀνασκούμπουμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀνασπούgωμα Κύθηρ. ἀνεσκόμπωμα Κάρπ. ἀνεσπούγκωμα Χίος ἀναπούγκουμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) ᾿ναπούγκωμα Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀνακόμπωμα.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ ἀνασύρῃ τις πρὸς τὰ ἄνω τὰς χειρίδας ἢ καὶ τὴν κάτω ἄκραν τοῦ ἐνδύματος διὰ νὰ μὴ ἐμποδίζεται εἰς τὴν ἐργασίαν του σύνηθ. καὶ Πόντ.(Κερασ.): Τί ἀνασκούμπωμα εἶν᾽ αὐτὸ πὄχει: ; πολλαχ. ‖ Παροιμ. φρ. Πολλὰ τ᾿ ἀναπουγκώματα καὶ λίες οἱ δουλε͜ιές του (ἐπὶ τοῦ πολλὰ ἐπιχειροῦντος, ἐλάχιστα δὲ φέροντος εἰς πέρας) Ροδ. ‖ Παροιμ. 'Σ τ᾿ ἀdρὸς τ’ ἀνασκουμπώματα καυκε͜ιέται ἡ γυναῖκα (ἡ γυνὴ ἐναβρύνεται διὰ τὴν φιλεργίαν τοῦ ἀνδρός της) Λακων. Τ᾿ ἀντρὸς τ᾿ ἀνασκουμπώματα τσῆ γυναικὸς καμάρι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) ᾿Ιόνιοι Νῆσ. Συνών. ἀνακόλωμα 1. 2) Ὁ θύλακος ὅστις σχηματίζεται περὶ τὴν ὀσφὺν διὰ τοῦ ἀνασυρομένου φορέματος Κρήτ.: ᾎσμ. Θέλω ψηλ’ ἀναbουκωθῶ καὶ δέσω τὰ μαλλιˬά μου καὶ βάλω τὰ καλίκιˬα μου εἰς τ’ ἀναbούκωμά μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/