ἀνασκουμπώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασκουμπώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνασκουμπώνω, άνακουμπώνω Καππ. (Σίλ.) Μεγίστ Χίος ἀνακουμπών-νω Κύπρ. ἀνακουμπώνου Θεσσ. (Ζαγορ.) ἀνακουbώνω Κρήτ. ἀναbουκώνω Κρήτ ἀναπουγκών-νω Κύπρ. ἀναπουγκών-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀνεκομπώνω Σῦρ ἀνεκουμπώνω Κασ. Νίσυρ. Σῦρ. Τῆλ. Χίος ἀνεbουκώνω Α.Κρήτ. ἀνικουμπώνου Ἴμβρ. ἀνασκουμπώνω κοιν. ἀνασκοbώνω Μέγαρ. ἀνασκουμπών-νω Κύπρ. ἀνασκουμπώνου βόρ. ἰδιώμ. ἀνασκουbώνω πολλαχ. ἀνασκ᾽bώνου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀνασπουgώνω Κύθηρ. ἀνασφουγκώνω Σκίαθ. ἀναμπουσκώνου Εὔβ. (Κονίστρ.) ἀνεσκουμπώνω Κάρπ. κ.ἀ. -ΑΟἰκονομίδ. Τραγούδ. Ὀλύμπ. 98 ἀνεσκουμπώννω Χίος(Καρδάμ.) ἀνεσκουδώνω Ἄνδρ. Κύθν. Κρήτ. κ. ἀ ἀνεσπουγκών-νω Χίος ἀνεσφουεώνω Παρ ἀνισκουbώνου Κυδων. Λέσβ.Σάμ. ’νακουμπών-νω Συμ. ’ναπουγκώνω Ρόδ ᾿ναπουγκών-νω Συμ ᾽νεκοbώνω Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.) ᾿νεπουγκών-νω Κύπρ. Ρόδ. ’νασκουbώνω Κεφαλλ ᾿νισκουbώνου Μακεδ. Μέσ. ἄνασκουμποῦμαι Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. ἀνακομπώνω . Καὶ ἡ τοῦ σ γένεσις μεσν. Πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. στ. 912 (ἔκδ. WWagner σ. 268) «νὰ ἔν’ γυμνὸς τὰ χέρια του καὶ ὅλως ἀνασκομπωμένος».
Σημασιολογία
1) ᾿Ανασύρω τὰς χειρίδας πρὸς τοὺς ἀγκῶνας ἢ ἀνακομβώνω πρὸς τὴν ὀσφὺν τὰ κάτω ἄκρα τοῦ ἐνδύματος διὰ νὰ μὴ ἐμποδίζωμαι κατὰ τὴν ἐργασίαν μου ἢ τὴν πορείαν μου κοιν. καὶ Καππ. (Σίλ.) Πόντ.(Κερασ.): Ἀνασκουμπώνω τὰ μανίκιˬα μου κοιν. Ἀνεσκουbώνω τὴ βράκα μου Κύθν. ’Ανασπουgώνω τὴ μανίκα μου-τὰ παdελόνιˬα μου Κύθηρ. Ἀνεbούκωσε τό φουστάνι σου νὰ μὴ dό ᾿γράνῃς (βρέξῃς) Α.Κρήτ. Ἀνακούμπωσεν τὰ μανίκιˬα του νὰ πλυθ-θῇ Κύπρ. ᾽Νεπούγκωσέ με (βραχυλ. ἀντὶ τὰ μανίκιˬα μου) Ρόδ. Κοινότερον τὸ μέσ. : Ἀνασκουμπώθηκε κιˬ ἄρχισε τὴ δουλε͜ιὰ κοιν. ᾿Ανακουμπώσου νὰ μπῇς μέσ᾿ ᾿ς τὸν λάκ-κον Κύπρ. Ἀνασκσυμπὠσ’ νὰ μὴ λιρουθῇς Ἤπ:. ᾽Ναπουγκωμένη κάομαι (κάθομαι) Σύμ. ‖ Φρ. Ἀνασκουbώθηκε 'ς τὰ γεμᾶτα ἢ ἀναbουκώθηκε ᾿ς τὰ γιˬερὰ (ἐπὶ σπουδαίας ἐπιχειρήσεως) Κρήτ. Ἀνισκουbώθ’τσις τσ᾿ ἔκλασις, πουλιˬούχρουνους νὰ εἶσι (σκωπτικῶς πρὸς ἀδέξιον ἢ πρὸς τὸν ἐπιδεικτικῶς παρασκευαζόμενον δι᾿ εὐτελὲς ἔργον) Κυδων.‖ ᾊσμ. Πιˬάνει κιˬ ἀναbουκώνεται κ᾿ ἕνα τζορbᾶ τοῦ κάνει μὲ τὰ πιπεροκύμινα, τοῦ γέρου τὸνε πάει Κρήτ. Ἦμπε κιˬ ἀνεκουμπώθηκε κ᾽ ἔβαλε τ’ ἄρματά της Τῆλ. Σὰν χῆνα ’νεπουγκών-νεται, σὰν πάπιˬα μπαίνει μέσα Ρόδ. Βάλε ζερβὰ τὴ δύναμι, δεξιˬὰ τὸν φέρε κάτω, μὴν ἔβγω καὶ ᾽ναπουγκωθῶ καὶ θενὰ σὲ ντροπιˬάσω αὐτόθ. Βρίσκει τὸν κόρφο τ᾿ς ἀνοιχτά, τ᾿ ἀχείλη φιλημένο καὶ τὴ χρυσῆ της τὴν ποδεˬὰ ψηλ’ ἀνεσκουμπωμένη ΑΟἰκονομίδ. ἔνθ' ἀν. Στέτεται, ’νεπουγκών-νεται ταὶ μπαίνει τᾷ ἀρωτᾷ το Κύπρ. Ἀνακουμπώθη ἁψούτσικα, καμάρωσε καὶ ζώστη Σίλ. Ἡ σημ. καὶ μεσν Πβ. Πρόδρομ 4,66 (ἔκδ. Ηesseling-Pernot) «ἀνάθεμά με, βασιλεῦ, ὅταν στραφῶ καὶ ἰδῶ τον | τὸ πῶς ἀνακομπώνεται κατὰ τῆς μαγειρίας.. Συνών. ἀνακλῶ 2 β, ἀνακολλῶ 2 γ, ἀνακολώνω Α1, *ἀνακουντουρίζω, ἀναμαζεύω Α3 *ἀναμπρατσώνω, ἀναπετῶ 7, ἀνασηκώνω Α 1, συνών. δὲ τῆς μετοχ. ἀνακλαϊστέ. 2) Ἐτοιμάζομαι πρός τι πολλαχ.: Μὴν ἀνασκουμπώνεσαι νὰ φύγῃς, δὲ σ’ ἀφίνομε πολλαχ. Ἀνασκουμπώσου καὶ τραύα Πελοπν. Ἀνασκουμπώθηκε γιˬὰ θέσι αὐτοῦ ᾿Ενεσκουbώθηκε νὰ τοῦ τσοὶ παίξῃ Α.Κρήτ. Ἀνασπουgώθη γιά καβγᾶ Κύθηρ. Ἀνασπουgωμένο σὲ βλέπω αὐτόθ. β) ’Εντείνω τὰς προσπαθείας μου Πελοπν. (Δημητσάν.): Πρέπει ν’ ἆνασκουμπωθῇς. 3) Φέρω εἰς πέρας, τελειώνω Σῦρ. : Νὰ τοὶς ἀνεκομπώσῃς ὅλες τοὶς δουλε͜ιές. Συνών. τελειώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA