ἀνασκυβαλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασκυβαλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνασκυβαλίζω ἀμάρτ. ἀνακυβαλίζω Πόντ. (Κερασ.) ἀνακεβαλίζω Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ Κοτύωρ.) ᾽νατσουβαλίζω Καππ. (Φάρασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ μεταγν. ρ. σκυβαλίζω.
Σημασιολογία
1) Κοσκινίζω ἐκ νέου καὶ διὰ λεπτοτέρου κοσκίνου τὸ ἅπαξ κοσκινισθὲν ἄλευρον Καππ. (Φάρασ.) 2) Μεταφ. ἀναδιφῶ, διερευνῶ Πόντ. (᾽Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ.) : Ντ' ἄνακεβαλίεις ἀτουκέσ’; (τί ἀναζητεῖς αὐτοῦ ; ᾿Εν τῷ ντ’ ἄνακεβαλίεις ἀνάπτυξις τόνου εἰς τὴν πρώτην συλλαβήν διὰ τὸ ἐρωτηματικὸν ντό) Κοτύωρ. ‖ Φρ. Ντ’ ἄνακεβαλίεις ἀίκα πράματα; (διατί φέρεις εἰς τὸ μέσον τοιαῦτα πράγματα ;) Κοτύωρ. Συνών. ἀνασκαλεύω 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA