βραχνοκόκορας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραχνοκόκορας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βραχνοκόκορας ὁ, πολλαχ. βραγνοκόκορας Μέγαρ. Σαλαμ. σβραχνοκόκορας Σῦρ. βραχνοκόκορος Κεφαλλ. - Passow Carmin. popular. 585. βραχνουκόκουρους Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βραχνὸς καὶ τοῦ οὐσ. κόκορας.

Σημασιολογία

Ἀλέκτωρ μὲ βραγχώδη φωνὴν ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Τσίτωσε, βραχνοκόκορε, ἀπὸ τὰ κεραμίδιˬα γιˬὰ νὰ μιλήσ’ ἡ πέρδικα ἀπὸ τὰ παρεθύριˬα Passow ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/