ἀνασμονὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασμονὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκὀ
Τυπολογία
ἀνασμονὴ ἡ, Πόντ. (Κερασ. Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνασμαίνω.
Σημασιολογία
Ἀναπνοὴ ἔνθ’ ἀν. : Παίρω ἀνασμονὴν Κερασ. ‖ Φρ. Ἀνασμονὴν ᾿κ᾽ ἐφῆκἑ με νὰ παίρω (δὲν μὲ ἄφησε οὐδ᾿ ἐλάχιστον νὰ ἀναπαυθῶ) αὐτοῦ Ὀσήμερον ἀνασμονήν ᾽κ᾽ ἐπῆρα (οὐδ᾽ ἐπὶ στιγμὴν ἀνεπαύθην σήμερον) αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἀνάσα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA