βραχοσπαρμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραχοσπαρμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βραχοσπαρμένος ἐπίθ. ΣΠερεσιάδ. Σκλάβ. 88.

Ετυμολογία

Ἐκ του οὐσ. βράχος καὶ τοῦ σπαρμένος μετοχ. τοῦ ρ. σπέρνω.

Σημασιολογία

Ὁ οἱονεὶ διὰ βράχων σπαρμένος, ὁ πλήρης βράχων, βραχώδης: Ποίημ. Καὶ ποι͜ὸς ποτὲ τὸ γνώρισε ἣ ποι͜ὸς ποτέ του ξέρει σὲ τί βουνά, σὲ τί ἐρημιˬές, βραχοσπαρμένες ἄκρες, ἕνα καιρὸ θὰ συντριφθῇ; Συνών. βραχόσπαρτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/