ἀνασπάλλω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασπάλλω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνασπάλλω Πόντ. (’Αργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ Χαλδ κ. ἀ.) ἀνεσπάλλω Πόντ. (Κερασ. Ὄφ.) ᾽νεσπάλλω Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. *σπάλλω. Ὅτι ὁ τύπος οὗτος παρὰ τὸ σφάλλω εἶναι παλαιός, μαρτυροῦν καὶ ἄλλοι ὅμοιοι, ἐν οἷς παρατηρεῖται ἐναλλαγὴ τῶν φθόγγων σφ καὶ σπ ἢ ἀντιστρόφως, οἷον σφόγγος-σπόγγος, σπόνδυλος-σφόνδυλος κττ. Πβ. ἔτι τὰ σημερινὰ ἐν Πόντῳ σπάζω, σπίγγω, σπογγίζω ἐκ τῶν σφάξω, σφίγγω, σφογγίζω κτλ.

Σημασιολογία

Λησμονῶ ἔνθ’ ἀν. : Τὸ καλὸν ντ᾽ ἐποίκες με κἀμμίαν ἀνασπάλλω; (τὸ καλὸν ποῦ μοῦ ἔκαμες τὸ ξεχνῶ ποτέ;) Τραπ. Χαλδ. ’Ενέσπαλα ντὸ εἶπες με Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. ᾿Ατόσα καλωσύνς ἐποίκ’ ἀτον κιˬ ἀτός ἐνέσπαλεν ἄτα (τοῦ ἔκαμα τόσα καλὰ καὶ αὐτὸς τὰ ἐλησμόνησε) Ὄφ. Τραπ. Χαλδ ᾿Κ᾿ ἐνεσπάλθαν ντ᾽ ἐποίκες (δὲν ἐλησμονήθησαν ἐκεῖνα ποῦ ἔκαμες) Χαλδ. ‖ ᾊσμ. Ἀπ’ οὐρανοῦ κλειδὶν ἔρθεν ᾿ς σ᾿ Ἁγιˬᾶς-Σοφιˬᾶς τὴν πόρταν, χρόνους ἔρθαν κ’ ἐπέρασαν, καιροὶ ἔρθαν κ᾿ ἐδέβαν, ’νεσπάλθεν τὸ κλειδι'ν ἀθες κ᾿ ἐπέμ’νεν κλειδωμένον (ἀθες = του) Τραπ. Ἄφ᾽σον κόρη, τοὺς συενούς σ᾽ καὶ ᾽νε’σπαλον τοὺς φίλους (ἄφησε, κόρη, τοὺς συγγενεῖς σου καὶ λησμόνει τοὺς φίλους) Χαλδ. Συνών. ξεχνῶ. Μετοχ ἀνασπαλμένος!) Ὁ λησμονηθεὶς Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ.) 2) Ὁ ἐπιλήσμων Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Πολλὰ ἀνασπαλμένος εἶσαι! Συνών. ἀνασπαλτέας, ξεχασιˬάρις, ἀντίθ. ἀνάσπαλτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/