βρεφοκομεῖο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρεφοκομεῖο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βρεφοκομεῖο τό, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ λογίου οὐσ. βρεφοκομεῖον παρὰ τὸ βρεφοκόμος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -εῖο(ν).
Σημασιολογία
Ἵδρυμα φιλανθρωπικόν, ὅπου περισυλλέγονται καὶ ἀνατρέφονται τὰ ἐκτιθέμενα βρέφη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA