ἀνασταλάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασταλάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνασταλάζω Ἤπ. Κεφαλλ Λευκ.-ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,54 ἀνασταλάζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Στερελλ. (Αἰτωλ)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. σταλάζω. Πβ. καὶ μεταγν. ἀνασταλῶ.
Σημασιολογία
|) ᾿Αφίνω νὰ καταπίπτουν σταγόνες, στάζω Στερελλ (Αἰτωλ.): ᾎσμ. Στάζουν τὰ κιραμίδιˬα σου, στάζουν κιˬ ἀνασταλάζουν. ΙΙ) Παύω, καταπαύω, ἐπι βροχῆς (τὸ ὑποκείμενον παραλείπεται) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ.)Κεφαλλ.Λευκ. -ΚΚρυσταλλ ἔνθ’ ἀν. : Δὲ θέλει ν᾽ ἀνασταλάξῃ Ἤπ. Δὲν ἀναστάλαξε ἀκόμα Λευκ. Πιρίμινι ν᾿ ἀνασταλάξ’ λίγον κι᾽ φεύ’ς; Ζαγορ. Δὲν ἀναστάλαξ’ ἀπόψι οὑλότιλα Αἰτωλ. ‖ Ποίημ. Κὺρ Τάκη, μὴν τὸ μελετᾷς, πῆρε κιˬ ἀνασταλάζει καὶ τὸ δρολάπι ἀνάρα͜ιωσε, μὲ τὴν αὐγὴ θ᾽ ἀνοίξῃ ΚΚρυσταλλ ἔνθ’ ἀν. :Συνών. ἀναδίνω Β 1 ε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA