βρεχανίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρεχανίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βρεχανίζω Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ ρ. βρέχω διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ανίζω, περὶ ἧς ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀρχ. Πόντ. 12 (1946) 59.
Σημασιολογία
Κατὰ γ΄ ἑνικ. πρόσωπ. πίπτει σιγανὴ βροχή: ᾎσμ. Βρέει βρέει βρεχανίζει | καὶ ἡ γραῖα τηγανίζει (παιδικὸν σκωπτικὸν ᾆσμ.) Συνών. βρεχουλλίζω, ψιχαλίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA