ἀναστασιματάριο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναστασιματάριο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναστασιματάριο τό, λογ κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀναστάσιμα, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀναστάσιμος, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ατάριο. Ἰδ. ᾿ΑνθΠαπαδοπ ἐν ᾿Αθηνᾷ 40 (1928) 85.
Σημασιολογία
Βιβλίον περιέχον τὴν ἀναστάσιμον ἀκολουθίαν τῶν Κυριακῶν μετὰ παρασημαντικῆς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA