ἀναστάσιμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναστάσιμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναστάσιμος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ. ἀναστάσιμα τά, σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀναστάσιμος
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐξαιρέτως καλλωπισμένος Λεξ. Δημητρ.: ᾿Αναστάσιμος μᾶς παρουσιάστηκε σήμερα. 2) Οὐδ πληθ., τροπάρια τῆς ᾿Αναστάσεως : ψάλλει τ᾽ ἀναστάσιμα σύνηθ. ‖ Φρ. Προηγοῦνται τ᾿ ἀναστάσιμα (προτιμητέοι οἱ περισσότερον κῦρος ἔχοντες διὰ τὴν ἡλικίαν, τὸ φῦλον καὶ τὴν κοινωνικὴν αὐτῶν θέσιν. Ἡ φρ. ἐξ ἐπιδράσεως τοῦ τυπικοῦ τῆς ἐκκλησίας, ἐν ᾗ τὰ ἀναστάσιμα τροπάρια, ἤτοι τὰ τῆς Κυριακῆς, προηγοῦνται τῶν τροπαρίων τοῦ κατὰ τὴν αὐτὴν ἡμέραν ἑορταζομένου ἁγίου) σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA