ἀχινόποδας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχινόποδας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀχινόποδας ὁ, Κρήτ. Κύθηρ. Μῆλ. - Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. ἀχ’νόποδας Σκῦρ. ἀινόποας Ρόδ. (Κάστελλ. κ.ἀ.) ἀσκινόποδας Ρόδ. ἀχινοπόδα ἡ, Λεξ. Μ'Εγκυκλ. ’Ελευθερουδ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἐχινόπους. Τὸ ἀσκινόποδας διὰ τῶν ἐκ συνεκφορᾶς μεταβατικῶν τύπων τοὺς χινόποδας - τοὺς κινόποδας - τοὺς σκινόποδας.
Σημασιολογία
᾿Αχινοπόδι, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA