βρεχτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρεχτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βρεχτὸς ἐπίθ. πολλαχ. βριχτὸς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βρεὲ Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. βρεκτός.

Σημασιολογία

1) Βρεγμένος, μαλακὸς πολλαχ. καὶ Τσακων.: Βρεχτὸ ψωμί. Βρεχτὰ κουκκιˬὰ (συνών. βρεχτοκούκκιˬα) πολλαχ. 2) Πληθ. βρεχτὰ οὐσ., γλύκυσμα παρασκευαζόμενον τὴν παραμονὴν τοῦ νέου ἔτους ἐκ σίτου διαβρεχομένου πολλὰς κατὰ συνέχειαν ἡμέρας μέχρι βλαστήσεως, σταφίδων, μέλιτος καὶ ἄλλων ἀρτυμάτων Μεγίστ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/