ἀχινοπόδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχινοπόδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀχινοπόδι τό, ἐχινοπόδι Ἰων. (Καράμπ.) Ρόδ. ἀχινοπόδι πολλαχ. ᾽χινοπόδι Ἄνδρ. ᾽Αντικύθ. Κρήτ. Κῶς Λέρ. - Λεξ. Βυζ. Πρω. ᾽’νουπόδ' Σάμ. ’χινοπόι Ρόδ. 'κινοπόδι ᾽Αντικύθ. ᾽ινοπόδι Ρόδ. ινοπόι Ρόδ. ᾽ινοπόι Ρόδ. ιναπόι Ρόδ. ινιπόι Ρόδ. (’Αρχάγγ.) κινοπόδι Νάξ. Σίκιν. Σίφν. -Δασ. βλάστ. δημώδ. 85 ἀστσινοπόδι Σέριφ. ἀκινοπόι Ρόδ. 'σφινοπόδι Δασ. βλάστ. δημώδ. 85 ἀχινόποδο Κρήτ. - Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. 'χινόποδο Λέρ. Πελοπν. ( Λακων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀχινόποδας κατὰ τύπ. ὑποκορ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ὁ θάμνος ἐχινόπους ὁ ἀκανθόκλαδος (genista acanthoclada) τοῦ γένους τοῦ ἐχινόποδος (genista) τῆς τάξεως τῶν ψυχανθῶν (papillionaceae) ἔνθ' ἀν.: Φρ. Κάλλιˬον ἦτο νὰ κάτσῃ ᾿ς ἀχινοπόδι (ἐπὶ ἀποτυχόντος εἰς τὸν γάμον του) Χίος. Συνών. ἀπήφανος, ἀφάνα 2, ἀχηβάδα 3, ἀχηβάδι 2, ἀχινόποδας, ἀχινόχορτο, ξυλαφάνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA