ἀρκουδόπικο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρκουδόπικο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρκουδόπικο τό, ἀμάρτ. ἀρκουδόπ’κου Μακεδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρκούδα καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -όπικο, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) 215.

Σημασιολογία

Ἀρκουδάκι 1, ὃ ἰδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/