ἀνάστερος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάστερος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάστερος ἐπίθ. ΝΔαμιαν. Θάλασσ. (Τὸ ναυτόπουλο) ΚΠαλαμ. ᾿Ασάλ. ζωὴ2 74-Λεξ. Βλαστ Πρω. ἀστερος Λεξ. Βλαστ. 364
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ἀστέρι. Τὸ ἄστερος ἄνευ συνθέσεως κατ᾽ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ ἀστέρι τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τῆς προπαροξυτονιας ᾿Ιδ. ἀ- στερητ 2 α.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἔχων ἀστέρας: Ἀνάστερη νύχτα ΚΠαλαμ. ἔνθ’ἀν. Λεξ. Βλαστ. Πρω. ‖ Ποιημ. Μαύρη νύχτιˬὰ κι ἀνάστερη, τὰ κύματα μουγκρίζουν βροντᾷ κιˬ ἀστράφτει, οἱ κεραυνοὶ τὰ κύματα ξεσκίζουν. ΝΔιαμαν. ἔνθ’ἀν. Συνών. ἄναστρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA