ἀρκουδόροφος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρκουδόροφος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρκουδόροφος ἐπίθ. Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀρκούδα καὶ ὄροφος. Διὰ τὸ ἀμάρτ. β’ συνθετικὸν ἐπὶ τῆς σημ. τοῦ στεγάσματος τῆς ἁμάξης ἰδ. Παυσαν. 1,19,1 «τῆς ἁμάξης, ἥ σφισι παρῆν, τὸν ὄροφον ἀνέρριψεν ἐς ὑψηλότερον ἢ τῷ ναῷ τὴν στέγην ἐποιοῦντο».

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων ὀροφὴν, στέγασμα ὀγκῶδες: Αἴνιγμ. Ἁμάξι σιδεράμαξο καὶ σιδεροτροχᾶτο, ἁμάξι ἀρκουδόροφο καὶ φιδοκεφαλᾶτο (ἡ χελώνη).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/