γεροντίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντίλα
Τύπος
Παραλλαγή
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γεροντίλα ἡ, Πελοπν. (Ἀργ. Λακων. Μεσσην.) – Π. Νιρβάν., Ἡ ζωὴ τοῦ δρόμ., 2, 184.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γέροντας καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ίλα.
Σημασιολογία
1) Ὀσμὴ ἀναδιδομένη ἐκ σώματος γηραλέου Π. Νιρβάν., ἐνθ᾽ ἀν.: Μιὰ ἀπροσδιόριστη ὀσμή, πού, ἄν ἐχρειάζετο ὄνομα, θὰ ἠμποροῦσε νὰ ὀνομασθῇ γεροντίλα. Συνών. γεροντιˬά. 2) Γεροντικὴ ἐμφάνισις, σωματικὴ καχεξία Πελοπν. (Ἄργ. Λακων. Μεσσην.) : Παροιμ. Τὸ φαΐ κάνει φαρὶ κ᾽ ἡ πεῖνα γεροντίλα (φαρὶ = εὐρωστία) Ἄργ. Λακων. Τὸ ἔχει φέρνει φαρὶ κ᾽ ἡ πεῖνα γεροντίλα (τὸ ἔχει = ἡ οἰκονομικὴ εὐμάρεια) Μεσσην. Συνών. γεροντία 3β. Πβ. γεροντιˬάζω 2β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA