ἀνάστημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάστημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάστημα τό, κοιν. ἀνάστεμα Συμ ἀνέστημα Νίσυρ. Τῆν
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν οὐσ ἀνάστημα.
Σημασιολογία
Τὸ ὕψος τοῦ σώματος, ἡ κορμοστασιά: Αὐτὸς ἔχει ὡραῖο ἀνάστημα κοιν. ‖ Φρ. Ρίχνω ἀνάστημα (γίνομαι ὑψηλός Συνων φρ. πετῶ-ρίχνω μπόι) κοιν. Χύνω ἀνάστημα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Χίος ‖ ᾎσμ. Χίλιˬες χιλιˬάδες κιˬ ἂν μοῦ εἰποῦν κακὰ γιˬὰ τ’ ὄνομά σου, δὲν τ’ ἀπαρνε͜ιέμαι, κόρη μου, τ’ ὄμορφ’ ἀνάστημά σου Πελοπν. Τ᾽ ἀνάστημά της τὸ ψηλο’ νά ’ναι σὰν κυπαρίσσι, νά ᾽χη κορμάκι ἀγγελικὸ καὶ μέση δαχτυλίδι αὐτόθ. Συνών. ἀνάστα 1, μπόι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA