βριζωλογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βριζωλογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βριζωλογῶ ΔΚαμπούρογλ. Τρισεύγ. 99.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βρίζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -λογῶ.

Σημασιολογία

Βριζωβολῶ, ὃ ἰδ.: Βριζωλογοῦνται συναμεταξύ τους γιˬατί νὰ τὰ παίρνῃ ὁ ἕνας κιˬ ὄχι ὁ ἄλλος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/