ἀχλαδάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχλαδάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀχλαδάκι τό, κοιν. ἀχλαδά’ βόρ. ἰδιώμ. ἀχλαδάτσι πολλαχ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀχλάδι διὰ τῆς καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Μικρὸν ἀπίδιον. Συνών. ἀπιδάκι, ἀπιδέλλι, *ἀπιδόπουλλον, *ἀχλαδόπουλλον 1, *ἀχλαδούνι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA