γεροντίστικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντίστικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεροντίστικος ἐπίθ. σύνηθ. γερονdίστικος Ἀστυπ. γεροdίστικος Κρήτ. γιρουντίστ᾽κους βόρ. ἰδιώμ. γεροντἰστ᾽κος Σκῦρ. ἐροdίστικος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γέροντας καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ίστικος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἁρμὀζων ἢ ἀνήκων εἰς γέροντα σύνηθ.: Τὶ γεροντίστικα καμώματα εἶν᾽ αὐτά; σύνηθ. Γιρουντίστ᾽κα πράματα, τὶ περιμέν᾽ς ; βόρ. ἰδιώμ. Ποιˬός σοῦ τὸ ἤρραψε τὸ σάκκο, καημένη; Ἐροdίστικος εἶναι καά-καὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Κιˬ ἄρχιξεν ἔδὰ νὰ τραγουδῇ μὲ τὴ γεροdίστική dου φωνὴ Κρήτ. Τί σόι φ᾽στά᾽ εἶν᾽ αὐτό; μοιˬάζ᾽ γιρουντίστ᾽κου Εὔβ. (Ἄκρ.) Βήματα ἥσυχα, συρτά, γεροντίστικα ἀκούστηκαν ᾽ς τὸ χαγιˬάτι πρὸς τὴν πόρτα Γ. Ξενοπ., Κοσμάκ., 69. Τὸ ὕφος τοῦ Ἀντώνη τοῦ φάνηκε μεγαλίστικο, σχεδὸν γεροντίστικο Γ. Ξενοπ., Πλούσ., 12. Συνών. γεροντήσιˬος, γεροντικὸς Α1. β) Ὑπὸ τὴν ὀνομ. γεροντίστικος συρτός, εἶδος συρτοῦ χοροῦμ τὸν ὁποῖον χορεύουν συνήθως οἱ γέροντες Κρήτ. Συνών. γεροντικὸς Β1. 2) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., τὸ ὑπὸ τῶν γονέων κρατούμενον μερίδιον περιουσίας πρὸς συντήρησίν των κατὰ τὸ γῆρας μετὰ τὴν διανομὴν τῆς ὑπολοίπου περιουσίας εἱς τὰ τέκνα των Στερελλ. (Καλοσκοπ.) Συνών. ἰδ. εἰς λ. γεροντικὸς Β3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA