ἀναστομίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναστομίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναστομίζω ᾿Αθῆν. κ. ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀνάστομα.
Σημασιολογία
᾿Εξαπλώνω τινὰ ὕπτιον : ᾿Αναστόμισε τὸ παιδὶ νὰ τοῦ δώσωμε τὸ λᾴδι. Συνών ἀνασκελιˬάζω 1, ἀνασκελίζω (Ι) 1, ἀνασκελώνω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA