ἀχλάδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχλάδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀχλάδι τό, ἀχράδιν Πόντ. (Νικόπ.) ἀχράδ' Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀχλάδι κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ.) Τσακων. ἀχλάδ’ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀχλάδι, ὅ ἐξ ἀμαρτ. παλαιοῦ ἀχράδιον<ἀχράς.

Σημασιολογία

1) Ὁ καρπὸς τῆς ἀγρίας ἀπίου Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. ('Αδριανούπ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.) Πόντ. (Κρώμν. Νικόπ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. Χίος-Λεξ. Δημητρ.: Φρ. Ἀχλάδιˬα μαζεύουν τὰ χέριˬα τ᾽ (ἐπὶ τοῦ θραύοντός τι δι᾽ ἀπροσεξίαν) 'Αδριανούπ. Τὰ χέριˬα του ἀχλάδιˬα βαστοῦν (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Φιλιππούπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀχλάδα (Ι) 3. β) Ἡ ἀγρία ἄπιος Πόντ. (Κοτύωρ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀχλάδα (Ι) 1. 2) Ὁ καρπὸς τῆς ἡμέρου ἀπίου, ἀπίδι κοιν.: ᾽Αχλάδι ἄγουρο - ἀφρᾶτο – ζουμερὸ - στυφὸ κττ. ᾽Αχλάδιˬα βασιλικὰ - βουτυρᾶτα - ζαχαρᾶτα – κολοκυθάτα – κρυστάλλιˬα - μοσκᾶτα κττ. κοιν. || Παροιμ. φρ. ᾿Επῆγε ἀχλάδι κ᾿ ἐγύρισε ἀχλάπιδο (ἐπὶ τοῦ ἐπιστρέψαντος χειροτέρου ἢ ὅσον ἦτο πρὶν) Λακων. || Παροιμ. Θὰ πετάξῃς λιθάριˬα γιˬὰ νὰ φάς ἀχλάδιˬα (θὰ κοπιάσῃς διὰ νὰ ἀπολαύσῃς τι) Πελοπν. (Λάστ.) Τοὺ καλὸ τ᾽ ἀχλάδ' τοὺ τρώει ἡ χιλώνα (ὅτι τὰς ὡραίας γυναῖκας τὰς νυμφεύονται συνήθως ἄσχημοι ἄνδρες, συνών. παροιμ. τὸ καλὸ τὸ σῦκο ἡ κουρούνα τὸ τρώει) Μακεδ. (Βέρ.) Συνών. ἀπίδι 1, ἀχλάδα (Ι) 4. 3) Εἶδος σταφυλῆς ᾿Αμοργ. Κρήτ. (Σέλιν.) β) Εἶδος κλήματος (Σέλιν.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Εὔβ. Κρήτ. Πάρ. Σέριφ. Στερελλ. (Φθιῶτ.) Σῦρ. κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/